Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Αφιέρωμα

Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία του Ο.Η.Ε.: το
Άρθρο 12 «Ισότητα ενώπιον του νόμου»


1. Η σημασία της Σύμβασης

Το αναπηρικό κίνημα της Ελλάδας, της Ευρώπης και του κόσμου έθεσε κατά την
τελευταία δεκαετία ως κορωνίδα στον αγώνα του τη διαπραγμάτευση, υπογραφή
και επικύρωση (βλ. «Ιστορική Αναδρομή») της Διεθνούς Σύμβασης για τα
Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.).
Ο πολύχρονος αυτός αγώνας του στέφθηκε με επιτυχία και η Σύμβαση αποτελεί
πλέον μια πραγματικότητα.

Βασική αρχή που διαπνέει τη Σύμβαση είναι ότι η αναπηρία είναι ζήτημα
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πως τα άτομα με αναπηρία δεν είναι αντικείμενα,
αλλά υποκείμενα, άξια σεβασμού και ίσης μεταχείρισης, όπως όλοι οι άλλοι
πολίτες. Για να το πετύχει όμως αυτό η Σύμβαση, αίρει από τα ήδη υπάρχοντα
κοινωνικά αγαθά και ανθρώπινα δικαιώματα τα εμπόδια που δυσκολεύουν τα
άτομα με αναπηρία να τα αποκτήσουν και να τα ασκήσουν αντίστοιχα. Η
προστασία που παρέχει αφορά όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και όλα
τα άτομα με αναπηρία, ανεξάρτητα του είδους και της βαρύτητας της
αναπηρίας τους.

Η σπουδαιότητα της Σύμβασης έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί ένα νομικά
δεσμευτικό κείμενο που οδηγεί σε αγώγιμες αξιώσεις. Αυτό σημαίνει για τα
κράτη που την έχουν προσυπογράψει και επικυρώσει ότι οφείλουν να την
ενσωματώσουν στο εθνικό τους δίκαιο και στην εσωτερική έννομη τάξη τους
και για τα άτομα με αναπηρία ότι μπορούν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη όταν
τα υπαγορευόμενα από τη Σύμβαση δικαιώματά τους καταπατώνται.

Η ενσωμάτωση της Σύμβασης στο εθνικό δίκαιο δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Συνεπάγεται βαθιές και ριζικές αλλαγές στο σύνολο της νομοθεσίας των
κρατών, αλλά και στον τρόπο που η Πολιτεία και η κοινωνία αντιλαμβάνεται
τα ζητήματα αναπηρίας. Η επανεξέταση της υφιστάμενης νομοθεσίας, η
εξάλειψη εκείνων των διατάξεων που δημιουργούν διακρίσεις σε βάρος των
ατόμων με αναπηρία και η ενσωμάτωση της δικαιωματικής προσέγγισης σε
οιαδήποτε νέα νομοθεσία αποτελεί υποχρέωση των Συμβαλλομένων Κρατών -
δηλαδή των Κρατών που έχουν υπογράψει και επικυρώσει τη Σύμβαση.

Η Ελλάδα ενώ έχει προσυπογράψει τη Σύμβαση, δεν την έχει επικυρώσει.
Επίσης δεν έχει προσυπογράψει και επικυρώσει το Προαιρετικό της Πρωτόκολλο
[Η σημασία του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου είναι ότι παρέχει τη δυνατότητα σε
άτομα ή ομάδες ατόμων να καταγγέλλουν στον Ο.Η.Ε. περιπτώσεις όπου
κρατικοί φορείς (συμβαλλόμενα στη σύμβαση μέρη) παραβιάζουν τις διατάξεις
της Σύμβασης. Μπορούν να γίνονται καταγγελίες σχετικά με κάθε δικαίωμα που
διασφαλίζεται από τη Σύμβαση, αλλά μόνον αφού έχουν εξαντληθεί όλες οι
δυνατότητες εσωτερικής προσφυγής, και μόνο σε σχέση με γεγονότα που έχουν
συμβεί μετά την έναρξη ισχύος του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη
συγκεκριμένη χώρα.]. Για αυτό και πάνδημο αίτημα του αναπηρικού κινήματος
της χώρας είναι η επικύρωση της Σύμβασης και η υπογραφή και επικύρωση του
Προαιρετικού της Πρωτοκόλλου. Η νέα Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί (βλ. ΠΑΣΟΚ -
Πλαίσιο Κυβερνητικού Προγράμματος - Συνοπτική Παρουσίαση - Οκτώβριος 2009,
σ: 47) ότι η χώρα μας θα προχωρήσει στην επικύρωση της Διεθνούς Σύμβασης
για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, γεγονός το οποίο συνεπάγεται την
πλήρη εφαρμογή της σε εθνικό επίπεδο.

Προκειμένου η Σύμβαση να κατανοηθεί σε βάθος και να γίνει κτήμα όλων -
ήτοι των στελεχών του αναπηρικού κινήματος, των ατόμων με αναπηρία και των
οικογενειών τους, της ελληνικής Πολιτείας και κοινωνίας στο σύνολό της -
τα Θ.Α. από εδώ και στο εξής εγκαινιάζουν την παρουσίαση είτε
συγκεκριμένων άρθρων της Σύμβασης, είτε οριζοντίων ζητημάτων που θα
αφορούν σε ένα ή περισσότερα άρθρα αυτής. Μέσα από αυτές τις παρουσιάσεις
θα ασχοληθούμε με τις πολιτικές διαστάσεις της Σύμβασης και όχι με τη
νομική της ερμηνεία. Θα ασχοληθούμε με τις βαθύτατες αλλαγές που αυτή
επιφέρει σε όλα τα επίπεδα, από το άτομο και την οικογένειά του μέχρι την
Πολιτεία και την κοινωνία εν γένει.


2. Το άρθρο 12 «Ισότητα ενώπιον του νόμου»
[Το παρόν άρθρο του Θ. Α. βασίστηκε στο κείμενο αναφοράς που συνέταξε το
Ευρωπαϊκό Φόρουμ Ατόμων με Αναπηρία με τίτλο: «Equal Recognition Before
the Law and Equal Capacity to Act: Understanding and Implementing Article
12 of the Convention of the Rights of Persons with Disabilities”( DOC - B
- 09 - 12) , στόχος του οποίου είναι να βοηθήσει τα Συμβαλλόμενα Μέρη να
εφαρμόσουν αυτό το άρθρο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το εν λόγω κείμενο
παρουσιάστηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο του Φόρουμ που πραγματοποιήθηκε στη
Στοκχόλμη στις 17 και 18 Οκτωβρίου 2009.]

Σε αυτό το τεύχος επιλέχτηκε να παρουσιαστεί το Άρθρο 12 της Σύμβασης
«Ισότητα ενώπιον του νόμου», λόγω του ότι η εφαρμογή του θα επιφέρει
μεγάλες και ριζικές αλλαγές στον τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος της
ικανότητας για δικαιοπραξία των ατόμων με αναπηρία από το εθνικό δίκαιο
και την εθνική δικαστική τάξη. Πρόκειται για Άρθρο - τομή στην ιστορία του
παγκόσμιου αναπηρικού κινήματος αφενός επειδή υπαγορεύει την ίση
αντιμετώπιση ενώπιον του νόμου όλων των ατόμων με αναπηρία, ανεξαρτήτως
της κατηγορίας και της βαρύτητας της αναπηρίας τους, αφετέρου επειδή
αναγνωρίζει το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά τους να ασκούν σε όλες τις πτυχές
της ζωής τους την ικανότητά τους για δικαιοπραξία επί ίσοις όροις, όπως
όλοι οι άλλοι πολίτες. Μέσω αυτού του Άρθρου ουσιαστικά δίνεται η
δυνατότητα ακόμη και σε εκείνα τα άτομα με αναπηρία που είναι «οι πιο
αποκλεισμένοι μεταξύ των αποκλεισμένων» να λαμβάνουν αποφάσεις για την
ίδια τους τη ζωή, κάτι που δεν επιτρέπει το σημερινό νομικό πλαίσιο.

Αξίζει να επισημανθεί ότι το Άρθρο 12, λόγω του ριζοσπαστικού χαρακτήρα
του, ήταν ένα από τα πιο διαμφισβητούμενα θέματα στη διαδικασία της
διαπραγμάτευσης ανάμεσα στα 180 κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών και τις
αναπηρικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στις Συνόδους της Αd Hoc Επιτροπής
που πραγματοποιήθηκαν.

Το Άρθρο 12 επίσης υπαγορεύει την παροχή στα άτομα με αναπηρία ενός
συστήματος, όταν το χρειάζονται, υποστηριζόμενης λήψης αποφάσεων,
προκειμένου να ασκήσουν ανεμπόδιστα το δικαίωμα της ικανότητας για
δικαιοπραξία. Η έννοια της υποστηριζόμενης λήψης αποφάσεων είναι
καινούργια. Αυτή έρχεται να αντικαταστήσει την παραδοσιακή έννοια της
επιμέλειας / κηδεμονίας / επιτροπείας, σύμφωνα με την οποία η λήψη
αποφάσεων ανατίθεται σε έναν νόμιμο κηδεμόνα. Η αντικατάσταση αυτού του
παλαιού συστήματος, στο οποίο το άτομο με αναπηρία αντιμετωπίζονταν ως
αντικείμενο και ετίθετο υπό καθεστώς «δικαστικής αντίληψης», από ένα νέο
σύστημα υποστηριζόμενης λήψης αποφάσεων, πέραν των δικαιϊκών και των
νομικών, περιλαμβάνει και μια σειρά ψυχολογικών και συναισθηματικών
διαστάσεων. Ως εκ τούτου, απαιτείται η διεξαγωγή εκτενούς διαβούλευσης
μεταξύ των Οργανώσεων του εθνικού αναπηρικού κινήματος προκειμένου να
συζητηθούν διεξοδικά οι προβληματισμοί και να απαντηθούν τα ερωτήματα που
εύλογα θα εγερθούν ενόψει της ενσωμάτωσης αυτού του άρθρου στον Αστικό μας
Κώδικα.

Μερικά από αυτά τα ερωτήματα είναι τα παρακάτω:

Μπορούν τα άτομα με αναπηρία να ασκήσουν το δικαίωμα της ικανότητας για
δικαιοπραξία αφού μερικά εξ’ αυτών δεν μπορούν καν να επικοινωνήσουν;
Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι ακόμη και τα άτομα με βαριές αναπηρίες και
πολλαπλές ανάγκες εξάρτησης δύνανται μέσω εναλλακτικών τρόπων να
επικοινωνήσουν με τους γύρω τους και να τους γνωστοποιήσουν τις αποφάσεις
τους.

Πρέπει να επιτρέψουμε την άσκηση αυτού του δικαιώματος στα άτομα με
αναπηρία από τη στιγμή που ενδέχεται να κάνουν λάθος;
Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα στο λάθος, δεδομένου ότι πολλές φορές
μπορεί να λαμβάνουν αποφάσεις που δεν είναι προς συμφέρον τους. Αυτό
μπορεί να συμβεί παραδείγματος χάρη για συναισθηματικούς ή άλλους λόγους
(π.χ. επιρροή της διαφήμισης).

Γιατί να επιτρέψουμε να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα από τη στιγμή που
χρειάζονται υποστήριξη και δεν μπορούν αυτόνομα;
Κανένα άτομο σε καμία κοινωνία δεν είναι πραγματικά αυτόνομο. Όλοι μας
επηρεαζόμαστε από άλλους ανθρώπους είτε εξαιτίας των κοινωνικών δομών και
ιεραρχιών, είτε εξαιτίας των εξειδικευμένων γνώσεων που απαιτούνται για τη
λήψη κάποιας απόφασης. Σε αυτήν την τελευταία περίπτωση όλοι οι άνθρωποι
συνήθως καταφεύγουμε στις συμβουλές κάποιων ειδικών - γιατρού, λογιστή,
αρχιτέκτονα, δικηγόρου κ.λπ.

Υπάρχει περίπτωση να εφαρμοστεί η Σύμβαση στην Ελλάδα δίχως όμως να
εφαρμοστεί το Άρθρο12;
Η απάντηση είναι ρητώς και κατηγορηματικώς όχι. Δεν νοείται εφαρμογή της
Σύμβασης δίχως την πλήρη εφαρμογή του συνόλου των διατάξεων που αυτή
περιλαμβάνει. Δεν νοείται εφαρμογή της Σύμβασης δίχως τη εφαρμογή αυτού
του Άρθρου, δεδομένου ότι επηρεάζει και άλλα Άρθρα της, όπως είναι το
Άρθρο 13 («Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη»), το Άρθρο 14 («Ελευθερία και ασφάλεια
του ατόμου»), το Άρθρο 16 («Απαλλαγή από την εκμετάλλευση, τη βία και την
κακομεταχείριση»), το Άρθρο 19 («Ανεξάρτητη διαβίωση και ένταξη στην
κοινωνία»), το Άρθρο 22 («Σεβασμός της ιδιωτικής ζωής»), το Άρθρο 25
(«Υγεία») κ.λπ. Εκπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία
δεν μπορούν να γίνουν, όταν μάλιστα για αυτά αγωνίστηκε σύσσωμο το
αναπηρικό κίνημα του κόσμου.


Άρθρο 12 «Ισότητα ενώπιον του νόμου»*
(Η επίσημη μετάφραση της Σύμβασης έγινε από το Υπουργείο Εξωτερικών το
έτος 2007.)

Τα Συμβαλλόμενα Κράτη επαναβεβαιώνουν ότι τα άτομα με αναπηρίες έχουν
οπουδήποτε το δικαίωμα αναγνώρισης της προσωπικότητάς τους στο νόμο.


Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν ότι τα άτομα με αναπηρίες απολαύουν
την ικανότητα για δικαιοπραξία σε ίση βάση με τους άλλους, σε όλες τις
πτυχές της ζωής.


Τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να
παρέχουν πρόσβαση στα άτομα με αναπηρίες, σε σχέση με την υποστήριξη που
μπορεί να χρειάζονται κατά την άσκηση της ικανότητάς τους για
δικαιοπραξία.


Τα Συμβαλλόμενα Κράτη διασφαλίζουν ότι, όλα τα μέτρα που αφορούν στην
άσκηση της ικανότητας για δικαιοπραξία, προβλέπουν κατάλληλες και
αποτελεσματικές εγγυήσεις, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση, σύμφωνα
με το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτές οι εγγυήσεις θα
διασφαλίζουν ότι τα μέτρα σχετικά με την άσκηση της ικανότητας για
δικαιοπραξία σέβονται τα δικαιώματα, τη θέληση και τις προτιμήσεις του
ατόμου, είναι απαλλαγμένα από σύγκρουση συμφερόντων και αδικαιολόγητες
επιρροές, είναι ανάλογα και προσαρμοσμένα στις περιστάσεις του ατόμου,
εφαρμόζονται για το συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα και υπόκεινται
σε τακτικό έλεγχο από αρμόδια, ανεξάρτητη και αμερόληπτη αρχή ή
δικαστικό όργανο. Οι εγγυήσεις είναι ανάλογες με το βαθμό κατά τον οποίο
τα μέτρα αυτά έχουν επιπτώσεις στα δικαιώματα και τα συμφέροντα του
ατόμου.


Σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, τα Συμβαλλόμενα Κράτη
λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα, προκειμένου να
διασφαλίζουν το ίσο δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες να αποκτούν ή να
κληρονομούν περιουσία, να ελέγχουν τις οικονομικές υποθέσεις τους και να
έχουν ίση πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια, υποθήκες και άλλες μορφές
οικονομικής πίστης και διασφαλίζουν ότι τα άτομα με αναπηρίες δεν
στερούνται αυθαίρετα την περιουσία τους.


3. Οι έννοιες…..

Για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή του Άρθρου 12 πρέπει να κατανοηθούν σε
βάθος κάποιες έννοιες που αυτό περιλαμβάνει. Πιο συγκεκριμένα:

«Ισότητα ενώπιον του νόμου»:
Η έννοια της «ισότητας ενώπιον του νόμου», που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 12
(τίτλος άρθρου και παράγραφος 1), είναι ευρύτερη της «ικανότητας για
δικαιοπραξία» (παράγραφος 2). Αυτή η έννοια θέτει την αρχή ότι όλα τα
άτομα με αναπηρία, όπως όλοι οι πολίτες, έχουν το δικαίωμα να
αναγνωρίζεται η υπόσταση και η ικανότητά τους από την έννομη τάξη και το
δικαιϊκό σύστημα. Επίσης αυτή καθιστά όλα τα άτομα ικανά να διατηρήσουν,
να ασκήσουν και να ωφεληθούν από τα ίσα και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα,
ανεξαρτήτως του είδους και της βαρύτητας της αναπηρίας τους. Η υπόσταση
του προσώπου νομικά νοείται ως μια εγγενής (έμφυτη) ποιότητα στα ανθρώπινα
όντα. Δίχως αυτό το δικαίωμα, το άτομο δεν θα μπορούσε πλέον να είναι
πρόσωπο με την νομική έννοια και ως εκ τούτου θα αποστερούνταν όλα τα άλλα
δικαιώματά του.

«…Ικανότητα για δικαιοπραξία…»:
Η έννοια αυτή σύμφωνα με το άρθρο 12 (παράγραφος 2) νοείται ως η
«εξελισσόμενη» ικανότητα να ασκείς αυτά τα ίσα δικαιώματα και
συμπεριλαμβάνει την ικανότητα του να ενεργείς. Αυτή η έννοια ισχύει σε όλα
τα νομικά συστήματα, όλων των χωρών, για όλα τα άτομα, ανεξάρτητα του
είδους και του βαθμού της αναπηρίας τους ή της φανερής ανάγκης για
υποστήριξη. Σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης κανένας δεν μπορεί να
αμφισβητήσει ή να αρνηθεί την ικανότητα για δικαιοπραξία ενός ατόμου λόγω
της αναπηρίας του. Αντ’ αυτού, πρέπει να παρέχονται, όταν απαιτούνται,
υποστηρικτικά μέτρα για την άσκηση της ικανότητας για δικαιοπραξία. Ο όρος
«εξελισσόμενη» ικανότητα μπορεί να εξηγηθεί με το παρακάτω τρόπο. Όλα τα
παιδιά, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών με αναπηρία, έχουν μια
«εξελισσόμενη» ικανότητα για δικαιοπραξία, η οποία κατά τη γέννησή τους
ξεκινά με την πλήρη ικανότητα να έχουν δικαιώματα και «εξελίσσεται» στην
πλήρη ικανότητα να ενεργούν όταν γίνουν ενήλικες. Οι γονείς και οι
κηδεμόνες έχουν το δικαίωμα και την ευθύνη να ενεργούν για το συμφέρον των
παιδιών τους, σεβόμενοι παράλληλα την «εξελισσόμενη» ικανότητα των παιδιών
τους για δικαιοπραξία. Το αυτόματο δικαίωμα του να ασκούν το δικαίωμα της
ικανότητας για δικαιοπραξία για λογαριασμό των παιδιών τους, σταματά όταν
τα παιδιά γίνουν νόμιμα ενήλικες.

«..υποστήριξη …για την άσκηση της ικανότητας για δικαιοπραξία»:
Η υποστηριζόμενη λήψη αποφάσεων, όπως τίθεται στο άρθρο 12 (παράγραφος 3),
ξεκινά με την προϋπόθεση της πλήρους και σε ίση βάση ικανότητας για
δικαιοπραξία όλων των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με βαριές
αναπηρίες. Η Σύμβαση θέτει ως όρο ότι «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν τα
κατάλληλα μέτρα προκειμένου να παρέχουν πρόσβαση στα άτομα με αναπηρίες,
σε σχέση με την υποστήριξη που μπορεί να χρειάζονται κατά την άσκηση της
ικανότητάς τους για δικαιοπραξία» (παράγραφος 3) και πως «διασφαλίζουν
ότι, όλα τα μέτρα που αφορούν στην άσκηση της ικανότητας για δικαιοπραξία,
προβλέπουν κατάλληλες και αποτελεσματικές εγγυήσεις, προκειμένου να
αποτραπεί η κατάχρηση» (παράγραφος 3).

Στη συζήτηση για τον προσδιορισμό του βαθμού υποστήριξης που χρειάζεται
ένα άτομο με αναπηρία, κεντρικό ζήτημα κατέχει ο σεβασμός των ίσων και
αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων του. Ως εκ τούτου, η έννοια της ανικανότητας
πρέπει εκ των προτέρων να απορριφθεί και ο βαθμός της βοήθειας να είναι
ανάλογος των αναγκών και των ικανοτήτων του συγκεκριμένου ατόμου, ο οποίος
μπορεί να ποικίλοι ανάλογα με την κατάσταση (για π.χ. μπορεί εάν άτομο με
αναπηρία να χρειάζεται υποστήριξη προκειμένου να λάβει αποφάσεις για
ζητήματα οικονομικού χαρακτήρα, αλλά μπορεί να τα καταφέρνει στα
καθημερινά του καθήκοντα δίχως καμία βοήθεια). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να
διασφαλίζεται ότι ο βαθμός της βοήθειας δεν καταστρατηγεί το δικαίωμα της
ικανότητας για δικαιοπραξία, ακόμη και στις περιπτώσεις που το είδος και η
βαρύτητα της αναπηρία απαιτούν μεγαλύτερη βοήθεια.

Επειδή δεν υπάρχει αρκετή εμπειρία σχετικά με το πως μπορεί να
διασφαλιστεί η υποστήριξη στην λήψη αποφάσεων για τα άτομα με αναπηρία,
τόσο το κράτος όσο και οι αναπηρικές οργανώσεις πρέπει να πειραματιστούν
πάνω σε πρακτικά μοντέλα υποστήριξης λήψης αποφάσεων μέσω της υλοποίησης
σχετικών προγραμμάτων, προκειμένου να συμπληρωθεί αυτό το μεγάλο έλλειμμα
γνώσης και εμπειρίας.

«…εγγυήσεις ….»:
Το Άρθρο 12 (παράγραφος 4) υπαγορεύει ότι κατάλληλα και αποτελεσματικά
μέτρα - εγγυήσεις πρέπει να εφαρμοστούν προκειμένου να μην υπάρξει
κατάχρηση του δικαιώματος των ατόμων με αναπηρία ως προς την άσκηση της
ικανότητάς τους για δικαιοπραξία. Το ίδιο το κείμενο της Σύμβασης από μόνο
του παρέχει σημαντικές οδηγίες ως προς τα μέτρα υποστήριξης. Πιο
συγκεκριμένα, αυτά πρέπει να είναι «κατάλληλα και αποτελεσματικά»,
«ανάλογα και προσαρμοσμένα στις περιστάσεις του ατόμου», να «εφαρμόζονται
για το συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα», και να «υπόκεινται σε τακτικό
έλεγχο». Η Σύμβαση υποχρεώνει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να αναπτύξουν
αμερόληπτους - ανεξάρτητους μηχανισμούς / συστήματα / διαδικασίες για να
προστατέψουν τα άτομα με αναπηρία, με τον ίδιο τρόπο όπως οποιονδήποτε
άλλο πολίτη. Στην πράξη αυτό σημαίνει: τη δημιουργία ενός συστήματος
αμερόληπτης εκτίμησης της πραγματικής ανάγκης για υποστήριξη στη λήψη
αποφάσεων για την άσκηση της ικανότητας για δικαιοπραξία που θα
πραγματοποιείται με τη βοήθεια αναγνωρισμένων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων,
τον προσδιορισμό των ορίων της εξουσίας και του ρόλου αυτών που παρέχουν
την υποστήριξη, τη δυνατότητα της περιοδικής επανεξέτασης των μέτρων που
έχουν θεσπιστεί, την ενεχόμενη άσκηση έφεσης από τα άτομα με αναπηρία ή
τις οικογένειές τους κατά μιας απόφασης.


4. Τα 8 στάδια
Για την αντικατάσταση του παλαιού συστήματος επιμέλειας / κηδεμονίας /
επιτροπείας με το σύστημα υποστηριζόμενης λήψης αποφάσεων θα πρέπει
προχωρήσουμε βάσει των 8 παρακάτω σταδίων:

Προώθηση του αυτό - προσδιορισμού των ατόμων με αναπηρία.

Αντικατάσταση του παλαιού συστήματος κηδεμονίας / επιμέλειας /
επιτροπείας με ένα σύστημα υποστηριζόμενης λήψης αποφάσεων.

Ανάπτυξη αυτού του συστήματος υποστηριζόμενης λήψης αποφάσεων.

Δημιουργία ενός συστήματος εγγραφής προσώπων που θα παρέχουν υποστήριξη.

Διεξαγωγή έρευνας για τη μελέτη εναλλακτικών τρόπων επικοινωνίας και
ισότιμη αναγνώρισή τους σε σχέση με τις συμβατικές μορφές.

Δημιουργία ενός συστήματος για την πρόληψη και την επίλυση των
συγκρούσεων ανάμεσα σε αυτούς που παρέχουν υποστήριξη και στα άτομα με
αναπηρία που τη λαμβάνουν.

Παροχή εγγυήσεων ώστε να μην υπάρξει κατάχρηση του δικαιώματος της
ικανότητας για δικαιοπραξία.

Ένταξη της διάστασης της αναπηρίας στους μηχανισμούς προστασίας των
συμφερόντων του γενικού πληθυσμού (π.χ. προστασία καταναλωτή,
ενοικιαστών κ.λπ.)


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

19 Δεκεμβρίου 2001:
Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών αποφασίζει με ψήφισμά της
(Resolution 56/168/19.12.2001) τη σύσταση μιας Ad Hoc Επιτροπής με στόχο
τη μελέτη προτάσεων προς μια ευρεία και πλήρη Σύμβαση που να προωθεί και
να προστατεύει τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των ατόμων με αναπηρία.

29 Ιουλίου - 9 Αυγούστου 2002:
Λαμβάνει χώρα η 1η Σύνοδος της Αd Hoc Επιτροπής, η οποία θέτει το ερώτημα
κατά πόσο είναι απαραίτητη η κατάρτιση μιας Σύμβασης για τα άτομα με
αναπηρία. Αν και αρκετοί διαφώνησαν, υποστηρίζοντας ότι οι έξι υπάρχουσες
Συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα κάλυπταν και τα άτομα με αναπηρία, η
θέση των αναπηρικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων ήταν ότι τα ανθρώπινα
δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία είχαν παντελώς αγνοηθεί.

16 - 27 Ιουνίου 2003:
Πραγματοποιείται η 2η Σύνοδος της Ad Hoc Επιτροπής κατά την οποία, με
ελάχιστες εξαιρέσεις, όλα τα κράτη μέλη του Ο.Η.Ε. αποδέχονται ότι υπάρχει
η ανάγκη για μια Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία. Κατά τη
διάρκεια αυτής της Συνόδου λήφθηκε η απόφαση για τη σύσταση μιας Ομάδας
Εργασίας που θα ήταν αρμόδια να προετοιμάσει το πρώτο σχέδιο κειμένου της
Σύμβασης, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση της διαπραγμάτευσης.

5 - 16 Ιανουαρίου 2004:
Συνεδριάζει η Ομάδα Εργασίας με σκοπό τη σύνταξη του πρώτου σχεδίου
κειμένου της Σύμβασης. Σε αυτήν συμμετέχουν 40 μέλη, εκ των οποίων τα 12
προέρχονται από αναπηρικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Το Ευρωπαϊκό
αναπηρικό κίνημα εκπροσωπείται σε αυτή τη συνεδρίαση μέσω του Προέδρου του
Ευρωπαϊκού Φόρουμ Ατόμων με Αναπηρία (European Disability Forum) και της
Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία κ. Γιάννη Βαρδακαστάνη. Κατά τη
διάρκεια δύο εξουθενωτικών εβδομάδων, η Ομάδα Εργασίας καταρτίζει το
σχέδιο κειμένου της Σύμβασης.

24 Μάιου - 3 Ιουνίου 2004:
Πραγματοποιείται η 3η Σύνοδος της Ad Hoc Επιτροπής, όπου και ξεκινά η
διαδικασία της διαπραγμάτευσης πάνω στο σχέδιο του κειμένου της Σύμβασης,
η οποία ολοκληρώνεται στην 6η Σύνοδο της Επιτροπής. Στην 7η Σύνοδο
εξετάζεται το κείμενο που πρότεινε ο Πρόεδρος της Επιτροπής.

14 - 25 Αυγούστου 2006:
Πραγματοποιείται η 8η Σύνοδος της Ad Hoc Επιτροπής, κατά τη διάρκεια της
οποίας ολοκληρώνεται η επεξεργασία της Σύμβασης και ψηφίζεται αυτή και το
Προαιρετικό της Πρωτόκολλο.

13 Δεκεμβρίου 2006:
Η ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. ψηφίζει ομόφωνα το κείμενο
της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία καθώς και
το Προαιρετικό της Πρωτόκολλο.

30 Μαρτίου 2007:
Σε επίσημη τελετή που πραγματοποιείται στη Νέα Υόρκη, 82 κράτη μέλη του
Ο.Η.Ε., μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, προσυπογράφουν τη Σύμβαση. Μετά τη
λήξη της τελετής υπογραφής της Σύμβασης παραχωρείται συνέντευξη τύπου στην
έδρα του Ο.Η.Ε. στην Νέα Υόρκη. Στη συνέντευξη αυτή, η Διεθνής Συμμαχία
για την Αναπηρία (International Disability Alliance) ορίζει ως εκπρόσωπο
των 650 εκατομμυρίων ατόμων με αναπηρία που ζουν στον πλανήτη, τον Πρόεδρο
του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Ατόμων με Αναπηρία και της Ε.Σ.Α.μεΑ. κ. Γιάννη
Βαρδακαστάνη.

3 Μάιου 2008:
Τίθεται σε εφαρμογή από τον Ο.Η.Ε. η Σύμβαση, διότι - όπως υπαγορεύει το
άρθρο 45 αυτής - 20 κράτη μέλη είχαν προχωρήσει στην επικύρωσή της.

31 Οκτωβρίου - 3 Νοέμβριου 2008:
Λαμβάνει χώρα στην Νέα Υόρκη η 1η Συνδιάσκεψη των Συμβαλλομένων Κρατών που
είχαν επικυρώσει τη Σύμβαση και εκλέγονται, όπως προβλέπεται από το άρθρο
34 της Σύμβασης, τα 12 μέλη της «Επιτροπής για τα δικαιώματα των ατόμων με
αναπηρία». Καθήκον αυτής της Επιτροπής, που εδρεύει στη Γενεύη, είναι η
εξέταση και παρακολούθηση της πορείας εφαρμογής της Σύμβασης στα
Συμβαλλόμενα Κράτη.

2 - 4 Σεπτεμβρίου 2009:
Πραγματοποιείται στην Νέα Υόρκη η 2η Συνδιάσκεψη των Συμβαλλομένων Κρατών
με θέμα «Νομοθετικά μέτρα για την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα
των Ατόμων με Αναπηρία».

26 Οκτωβρίου 2009:
143 Κράτη μέλη του Ο.Η.Ε. έχουν υπογράψει τη σύμβαση και 87 έχουν
υπογράψει το Προαιρετικό Πρωτόκολλο. Επίσης 17 Κράτη μέλη του Ο.Η.Ε. έχουν
επικυρώσει τη Σύμβαση και 45 το Προαιρετικό της Πρωτόκολλο. Η Ευρωπαϊκή
Κοινότητα ενώ υπέγραψε τη Σύμβαση στις 30 Μαρτίου 2007 δεν την έχει ακόμη
επικυρώσει, επίσης δεν έχει υπογράψει και το Προαιρετικό της Πρωτόκολλο.

Πηγή πληροφοριών: www.eoty.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου