Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΣΟΚ

Μια από τις χειρότερες μέρες της ζωής μου. Πηγαίνω στο Zonar's να πιω ένα καφέ. Επειδή δεν έχει άδειο τραπέζι κάθομαι απέναντι, στην άκρη και περιμένω. Ξαφνικά έρχεται δίπλα μου ένας σεκιουριτάς και μου λέει: « Μπορείτε να φύγετε από εδώ.;;;». Σκέφτομαι: « Α.θα με πέρασε για ζητιάνο». Όταν συνειδητοποιώ την κατάσταση, εκείνος έχει ήδη φύγει». Τρέχω από πίσω του στη Βουκουρεστίου. Του λέω: «γιατί μου είπατε να φύγω; Με ποιο δικαίωμα;» μου λέει: « Παρεξήγηση έγινε, σε είδα στο καρότσι και νόμισα ότι ζητιάνευες». Του απαντάω: « Σας φαίνομαι για ζητιάνος; Επειδή κάθομαι σε καρότσι πρέπει και να ζητιανεύω;» «όχι», λέει, «παρεξήγηση».

Γυρίζω πίσω. Βρίσκω τον υπεύθυνο του Zonar's, ο οποίος μου εξηγεί, ότι δεν έδωσε αυτός την εντολή και ότι οι σεκουριτάδες έχουν το δικό τους προϊστάμενο. Του λέω το όνομα μου και του ζητάω να μου δώσει εκείνος το δικό του, καθώς και το όνομα του αρχισεκιουριτά. Μου λέει το δικό του, αλλά αρνείται να μου δώσει του διευθυντή ασφαλείας. Μου δίνει όμως ένα τηλέφωνο, το οποίο καλεί μπροστά μου και τους ζητάει να μου απολογηθούν. Παίρνω το ακουστικό και ρωτάω το «δήθεν» διευθυντή ποιο είναι το όνομα του. Η άγνωστη φωνή ζητάει συγνώμη, αλλά δεν μου απαντάει. Βγαίνω έξω από το μαγαζί και παίρνω τηλέφωνο όλους τους γνωστούς μου δημοσιογράφους. Προσπαθούν να με καθησυχάσουν λέγοντας πως «κάτι θα κάνουμε». Ξεσπάω σε κλάματα και μετά αποφασίζω να φύγω.

Εκείνη τη στιγμή ξανάρχεται ο πρώτος σεκιουριτάς και μου λέει: «Αν θες να μιλήσεις στο αφεντικό μου, θα σε πάω στην είσοδο της εταιρίας από την οδό Αμερικής. Τον αφήνω να πάρει εκείνος το αμαξίδιο, μια που είμαι συγχυσμένος και δε βλέπω μπροστά μου. Περνάμε τη στοά citylink και φτάνουμε στο πίσω μέρος του κτηρίου. Έρχονται δυο «κύριοι», ο ένας εκ τον οποίων μου συστήνεται ως ο αμέσως προϊστάμενος ασφαλείας, κ. Λεμοδέτης. Με στριμώχνουν σε μια γωνία και αρχίζουν να απολογούνται ένας- ένας «Νομίσαμε πως ήσουνα ζητιάνος και πρεζάκι. Δε φαίνεσαι καλά από τις κάμερες» Και πάλι λέω: «Σας φαίνομαι εγώ για πρεζάκι;» Να, λέει «έρχονται πολλοί σε καρότσι και ζητιανεύουνε. Κάναμε λάθος. Συγνώμη». Εντάξει λέω: «Πες μου το όνομα του προϊστάμενου σου». Δε μου λέει ούτε αυτός. Μου δίνει ένα τηλέφωνο και με συμβουλεύει να πάω αύριο το πρωί στα γραφεία της εταιρίας «Aspis Security¨», να μιλήσω με το διευθυντή και να δω τις κασέτες από τις κάμερες, ώστε να διαπιστώσω πως πράγματι δεν μπορο ύν να ξεχωρίσουν ποιος είναι ζητιάνος και ποιος όχι. «Και εμένα τι με νοιάζει;», λέω. «Να κάνετε σωστά τη δουλειά σας. Δεν μπορείτε να προσβάλετε έτσι έναν άνθρωπο, επειδή κάθεται σε αμαξίδιο». Και ύστερα αυτός αρχίζει να τσακώνεται με τον υφιστάμενο, επειδή, τάχα εκείνος έφταιγε, που μου είπε να φύγω, ενώ ο «από πάνω» του είχε ζητήσει απλώς να ελέγξει τι είμαι (!!!) Μαλώνουν μπροστά μου και με αγνοούν. Φωνάζουν τόσο δυνατά, όσο χρειάζεται για να τους ακούσει όλο το σύμπαν. Θέλω και εγώ να φωνάξω, αλλά κρατιέμαι. Τους ζητάω να με συνοδεύσουν πίσω, μέχρι τη στοά. Έρχεται ο πρώτος. Μου λέει «κύριε, ήταν η πρώτη μου μέρα στη δουλειά και θα τη χάσω. Πάντα ο μικρός την πληρώνει. Να το ξέρετε». Για μια στιγμή τον λυπάμαι. Μετά σκέφτομαι: Δε με νοιάζει. Ας πάθει ό,τι είναι να πάθει. Έτσι και αλλιώς δεν υπάρχει για μένα, όπως εγώ και οι άνθρωποι σαν εμένα, που δεν υπάρχουμε για κανένα σε αυτήν τη χώρα.

Νικόλας Περδικάρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου